πίστομα

πίστομα
Ν
επίρρ. επίστομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίστομα < φρ. ἐπί στόμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πίστομα — επίρρ. τροπ., και απίστομα, μπρούμυτα: Τρεις μέρες μες στα Γιάννινα σέρνουνε το κορμί του τ ανάσκελα τ απίστομα και το ποδοκυλούνε (Βαλαωρίτης). – Βάλε τα ποτήρια πίστομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίμυτα — Ν επίρρ. πίστομα, μπρούμυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύτη, κατά το πίστομα] …   Dictionary of Greek

  • επίστομα — (I) και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) [στόμα] επίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα. (II) το 1. το μπροστινό τμήμα τής κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο 2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων …   Dictionary of Greek

  • πιστομίζω — Ν [πίστομα] βάζω κάποιον με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα …   Dictionary of Greek

  • πιστομητός — ή, ό, Ν [πίστομα] ξαπλωμένος μπρούμυτα, πρηνής …   Dictionary of Greek

  • ταπίστομα — Ν επίρρ. με το στόμα προς τα κάτω, μπρούμυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. τα πίστομα (< επί + στόμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”